και αποσκευη δυο ονοματα ιστορικα
«Πες μας, πες» σιγοτραγούδαγαν οι κόρες. Η μια το μαλλί έξαινε,η άλλη τα προικιά της και η τρίτη φτιασιδωνόταν στον ολόχρυσο καθρέπτη.«Τι να σας πω κόρες μου, πλέον τα ξέρετε όλα!»απαντούσε η Ευρυνόμη.«Πες μας, για τον προπάππου μας, το Χάος»λικνίστηκαν τα ματάκια τους,στάλα μύθου ζητούσαν να αδράξουν.Φωνή μελωδική, από τα βάθη της θύμησης,το δωμάτιο έξυσε, τούτα τα λόγια βγήκαν :«Το Χάος,ήτανε, δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον.κόρη μία και μονάκριβη κέντησε,εμένα, ακούμπησε στην γη,με στόχο και σκοπό. Ευθύς, δίχως σκέψη, τα υφαντά της μοίρας άπλωσα,όπως προσταγή είχα πάρει.Τα λόγια του ήταν σταθερά,Ακόμα τα θυμούμαι,Τέτοια φωνή ακόμα μέσα μου αντηχεί,
Σαν βασιλιάς, που δυνατά προστάζει.Τα τρία στοιχεία ξεχώρισε,τον ουρανό με την θάλασσα,έτσι ώστε πάντα να αντικρίζονται,ο ένας από τον άλλο να ζει,ποτέ όμως παρέα, τροφή να δοκιμάζουν.Έπειτα, τιθάσευσε τον άνεμο,πάρε του την δύναμη καιφτιάξε, σύζυγο που να έρπει στην γη,τον ουρανό ποτέ, να μην μπορεί να φτάσει.Και με τον καρπό αυτού,πλάσε μόνη σου τα αστέρια,την σελήνη, τον ήλιο,τα λουλούδια, τους ανθρώπους,σε αυτό είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις..» Οι κόρες την πλησίασαν,Την πήραν αγκαλιά,Χαμόγελο μητρικό, με τα χέρια τις χάιδεψε,Με την οσμή τις χόρτασε,
Και εγώ το Χάος έφτιαξα και ήταν το ομορφότερο πράγμα που έκανα ποτέ μου..»
«Πες μας, πες» σιγοτραγούδαγαν οι κόρες. Η μια το μαλλί έξαινε,η άλλη τα προικιά της και η τρίτη φτιασιδωνόταν στον ολόχρυσο καθρέπτη.«Τι να σας πω κόρες μου, πλέον τα ξέρετε όλα!»απαντούσε η Ευρυνόμη.«Πες μας, για τον προπάππου μας, το Χάος»λικνίστηκαν τα ματάκια τους,στάλα μύθου ζητούσαν να αδράξουν.Φωνή μελωδική, από τα βάθη της θύμησης,το δωμάτιο έξυσε, τούτα τα λόγια βγήκαν :«Το Χάος,ήτανε, δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον.κόρη μία και μονάκριβη κέντησε,εμένα, ακούμπησε στην γη,με στόχο και σκοπό. Ευθύς, δίχως σκέψη, τα υφαντά της μοίρας άπλωσα,όπως προσταγή είχα πάρει.Τα λόγια του ήταν σταθερά,Ακόμα τα θυμούμαι,Τέτοια φωνή ακόμα μέσα μου αντηχεί,
Σαν βασιλιάς, που δυνατά προστάζει.Τα τρία στοιχεία ξεχώρισε,τον ουρανό με την θάλασσα,έτσι ώστε πάντα να αντικρίζονται,ο ένας από τον άλλο να ζει,ποτέ όμως παρέα, τροφή να δοκιμάζουν.Έπειτα, τιθάσευσε τον άνεμο,πάρε του την δύναμη καιφτιάξε, σύζυγο που να έρπει στην γη,τον ουρανό ποτέ, να μην μπορεί να φτάσει.Και με τον καρπό αυτού,πλάσε μόνη σου τα αστέρια,την σελήνη, τον ήλιο,τα λουλούδια, τους ανθρώπους,σε αυτό είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις..» Οι κόρες την πλησίασαν,Την πήραν αγκαλιά,Χαμόγελο μητρικό, με τα χέρια τις χάιδεψε,Με την οσμή τις χόρτασε,
Και εγώ το Χάος έφτιαξα και ήταν το ομορφότερο πράγμα που έκανα ποτέ μου..»
η και παλι η Ιριδα
Ίριδα το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται στον ουρανό μετά από τη βροχή, το πρωί ή το βράδυ, όταν ο ήλιος βρίσκεται χαμηλά στον ορίζοντα.
η Ίριδα αγγελιαφόρος των θεών, του Δία και της Ήρας. νέα, λυγερή, με πολύχρωμο κοντό χιτώνα, με μεγάλα φτερά στους ώμους, σαντάλια και κηρύκειο, να πετά ανάλαφρη σαν τον αέρα στα ουράνια, πάνω από στεριές και θάλασσες και να φέρνει σε θνητούς κι αθάνατους τις παραγγελίες. Όταν οι θεοί ήθελαν να ορκιστούν ο Δίας έστελνε την Ίριδα να γεμίσει από τη Στύγα, τη μαύρη πηγή του Άδη, το χρυσό της ποτήρι. Έχυναν το νερό στη γη και ορκίζονταν στα νερά της Στύγας και ο όρκος τους ήταν πια αμετάκλητος.. Η Ίριδα ήταν η προσωποποίηση του ουράνιου τόξου και είχε έτσι στενή σχέση με τη θεά Ήρα, τη θεά του αέρα και των καιρικών μεταβολών
η Ίριδα αγγελιαφόρος των θεών, του Δία και της Ήρας. νέα, λυγερή, με πολύχρωμο κοντό χιτώνα, με μεγάλα φτερά στους ώμους, σαντάλια και κηρύκειο, να πετά ανάλαφρη σαν τον αέρα στα ουράνια, πάνω από στεριές και θάλασσες και να φέρνει σε θνητούς κι αθάνατους τις παραγγελίες. Όταν οι θεοί ήθελαν να ορκιστούν ο Δίας έστελνε την Ίριδα να γεμίσει από τη Στύγα, τη μαύρη πηγή του Άδη, το χρυσό της ποτήρι. Έχυναν το νερό στη γη και ορκίζονταν στα νερά της Στύγας και ο όρκος τους ήταν πια αμετάκλητος.. Η Ίριδα ήταν η προσωποποίηση του ουράνιου τόξου και είχε έτσι στενή σχέση με τη θεά Ήρα, τη θεά του αέρα και των καιρικών μεταβολών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου