Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Σιωπή των δακρύων γιατί τα δάκρυα ποτίζουν εύφορα τον κήπο της ζωής

Η Σιωπή των δακρύων γιατί τα δάκρυα ποτίζουν εύφορα τον κήπο της ζωής

Μα είχα πολύ καιρό να τον δω

Εξ άλλου για μένα ήταν πάντα μια μυστική φιγούρα Η γνωριμία μαζί του σχεδόν ποτέ δεν ολοκληρώθηκε κι έτσι μάλλον έγινε μυθική μέσα στα χρόνια .Εκείνος εξέπεμπε μια υγεία νεανική. Τουλάχιστον το σώμα σε αυτή την νεανική ηλικία τον καταχωρούσε. Μέχρι που διάβασα ένα γραπτό του κι εκεί στάθηκα εκστατική και έβαλα κλάματα, γοερά. Γιατί δεν μπορούσα να χωρέσω τούτα τα λόγια σε τούτο το σώμα. Στο βλέμμα ναι, ίσως αν κοιτούσα βαθειά. Αλλά δεν κοιτούσα βαθειά, ίσως για να μην βυθιστώ δεν ξερω..δεν κοιτούσα όμως. Τελικά όσο και να ήταν το βύθισμα του γραπτού -και ήταν ένα βύθισμα σε δρόμους που κι εγώ η ιδία κάπως είχα περπατήσει η ήθελα να περπατήσω- τελικά μου φαινόταν λυτρωτικό. Κι έμεινα για καιρό και χάιδευα αυτό το πονεμένο βιβλίο και κουβαλούσα μαζί μου το σκούρο του εξώφυλλο και έλεγα «Μα πως μπορεί να φτιάξει ένα αγόρι με τέτοιο δέρμα ένα γραφτό με τόσες γρατζουνιές» «Είδες;» μου είπε περιπαίχτηκα πιο πολύ τονίζοντας τους τόνους της σεμνότητας που ήταν το μόνιμο ρούχο του.

Κάτι θαυμαστικό νομίζω τόλμησα τότε να ψελλίσω βιαστικά αλλά εκείνος καταπραϋντικά χαμογέλασε και η πνοή που βγήκε από αυτό το χαμόγελο φώτισε τη στιγμή, κι εγώ απλά χάιδεψα κρυφά μέσα στη τσάντα το σκούρο εξωφυλλο.. και ήταν να σαν χάιδευα την ομορφιά…Τι είναι αυτό με τα βιβλία που έχεις διαβάσει και τα κουβαλάς μαζί σου για καιρό για παρεα.. δεν κατάφερα να το εξηγήσω. Αυτό το βιβλίο ήταν ένα από αυτά.. πάντως .

Χαμογέλασα λοιπόν, αλλά δάκρυσα από χαρά και το χέρι μου έφυγε από το βιβλίο για να μαζέψει το δάκρυ και μετά το έφερα στο στόμα μου, να δω τη γεύση είχε εκείνο το δάκρυ της χαράς και ήταν γλυκό και αναπαύτηκα .



Λοιπόν είχα καιρό να τον δω, συνήθως μιλούσαμε βιαστικά ποτέ δεν βουτούσαμε στην πηγή της αθωότητας, όμως διεκπεραιώναμε με συνέπεια και αφοσίωση κάθε επαγγελματική εκκρεμότητα. Εκεί στο περιθώριο κάποιων σύντομων συναντήσεων, σε κάτι περιπάτους με γρήγορο βήμα, στον ρυθμό που επέτρεπε ο διαθέσιμος χρόνος που είχαμε να διανύσουμε, από την μια ευθύνη στην άλλη.

Η διάπλατη απορία κυριαρχούσε. Πως γίνεται να βρίσκονται τόσα κοινά σε μια τόσο μεγάλη απόσταση. Κάνεις δεν φαίνεται να ήθελε να απαντήσει σε αυτό.

Έτυχε μια μέρα με αφορμή μια δουλειά που δεν υλοποιήθηκε ποτέ ακόμη -γιατί κάνεις δεν βρήκε τον απαραίτητο χρόνο - έτυχε τότε να μιλήσουμε για τις σωματικές πνοές και έτσι διαπιστώσαμε κι άλλες πορείες κοινές, μα τις προσπεράσαμε γρήγορα και με χαμόγελα συνένοχα και στο ημερολόγιο γράψαμε κάτι να δρομολογηθεί.. Δεν δρομολογήθηκε ,έτσι ήρθαν τα πράγματα, αλλά κάνεις δεν νοιάστηκε και πολύ.

Μέσα στο καιρό που περνούσε όμως, όλο και κατοικούσε η έννοια του πρόσωπου και χαρασσόταν στη μνήμη ως μια έννοια κλειδί.

Και αυτή ήταν η ευεργεσία της μνήμης. Είναι μέσα στη φύση του κάλου να θέλει το άνοιγμα και την επικοινωνία.

Και ξάφνου εμφανίστηκε στη ζωή μου από το πουθενά μια εξέλιξη αναπάντεχη από εκείνες που ταράζουν την ύπαρξη. Και τότε ο μακρινός εκείνος φίλος εμφανίστηκε διακριτικά με λεπτότητα δήλωσε παρουσία .

Θυμήθηκα τότε με γαληνή κάτι προηγούμενα λόγια του «Μερικές φορές ανεπαίσθητες μετατοπίσεις χρειάζονται για να νιώσεις αυτή την ευδαιμονία του να υπάρχεις – και του να υπάρχεις μόνο για μια φορά.» είχε πει παλιότερα.

Εκείνη όμως τη στιγμή που μου έλειπε το κουράγιο.

«Δεν εμπιστεύομαι τα δάκρυα μου» του απάντησα. «Εχουν τη δική τους απρόβλεπτη ροη τούτο τον καιρό. Και πως θα μιλάμε ενώ εγώ θα κλαίω; εξ άλλου δεν με έχεις δει να κλαίω «

Συμφώνησε.

«Όποτε θες είμαι εδώ πρότεινε»

Ο άνθρωπος στον άνθρωπο βρίσκει ανάπαυση. Και μια μέρα ενώ είχε περάσει καιρός μου είπε.

«Σε είδα σε ένα όνειρο»

« Καλό ήταν;» ρώτησα

«Ξέρω εγώ καλό ήταν μάλλον. Κλαίγαμε μαζί σε μια αγκαλιά» είπε.

Κοίτα να δεις πάλι αυτό το δάκρυ μου, μόνο του χύθηκε από τα μάτια και έφτασε στο στόμα κι ήταν γλυκό και το κατάπια .

Και περνούσαν οι μέρες και μια μέρα ανέβηκα στο κουράγιο και είπα να βρεθούμε και φόρεσα φανταχτερά χαμόγελα κι εκεί που βρεθήκαμε αφηγηθήκαμε για τα χρόνια που έχουν περάσει κι έχουν κουβαλήσει πόνους και χάρες ,για τις πρόσφατες μέρες που κουβάλησαν φόβο μα και για τα δάκρυα που αυτή τη φορά τα είχαμε αποφύγει με τόση αυτοσυγκράτηση .

Για πρώτη φορά μιλούσαμε με τον χρόνο σύμμαχο, ανοιχτά και είχαμε ανοίξει τους δρόμους της μοιρασιάς.

Τυχαία πρόσεξα ότι εκείνη τη μέρα φορούσαμε και οι δυο μωβ χρώμα.. Είναι το χρώμα της ίασης, της θεραπείας .Hπιο και ταπεινό σε κάποια απόχρωση του μπορεί να περάσει απαρατήρητο, όμως και με αυτό στο ψίθυρο του αποκαθιστά στα πράγματα στη φυσική τους δόνηση, τα συντονίζει ας πούμε με τη φυσική τους μνήμη της ομορφιάς.

Και μετά έπρεπε να φύγουμε. Και αποχαιρετισθήκαμε σε μια γωνιά κάτω από τα δέντρα και εκεί αγκαλιαστήκαμε

"Για ποιό λόγο κλαίγαμε στο όνειρο ;" ρώτησα

"Δεν ξέρω "είπε

«Μα δεν γνωριζόμαστε καλά, έχουμε πει τόσα λίγα πως είναι δυνατόν να κλαίμε μαζί σε μια αγκαλιά;’ ρώτησα

¨Έχουμε πει τις λέξεις κλειδιά» είπε το αγόρι με τη βεβαιότητα που βγάζει το αντρικό ηχόχρωμα.

Να λοιπόν που σε εκείνη την αγκαλιά εγώ πάλι δάκρυσα και αυτή τη φορά δεν το έκρυψα.

" Να που τελικά δάκρυσα!" είπα σχεδόν με χαρά. Σαν να λέω τα κατάφερα!

"Τα δάκρυα είναι καλά" είπε…

«Να τα ξαναπούμε» είπε «και σε ευχαριστώ» είπε και χάθηκε στη βοή του δρόμου

Όχι δεν χάθηκε αυτή τη φορά ήταν πιο εκεί από πάντα, είχε γίνει φίλος καρδιακός. Σαν άγγελος είχε εμφανιστεί τώρα που πιο πολύ από ποτέ ήθελα την παρέα των αγγέλων. Όσο απομακρυνόταν, τόσο πιο κοντά μου ερχόταν και αναπαυόμασταν ο ένας στην ψυχή του άλλου και μας είχε ενώσει η ροή των δακρύων, όχι όπως στο όνειρο του αλλά όπως στη ζωή τα δάκρυα ταΐζουν με την εύφορη ροή τους τη γη κι εκείνη ανθίζει του καρπούς της φιλίας .

Το πιο πολύτιμο που έχουμε να θησαυρίσουμε. Τον ευγνωμονώ .

"Να πίνεις πολύ νερό" του είπα "εγώ πίνω πολύ κάθε μέρα και έτσι έχω μια εύφορη πηγή δακρύων»

Μου υποσχέθηκε ότι θα πίνει πολύ νερό.

Έφυγε.

Ξέρω ότι πίνει πια πολύ νερό.

Δεν ξέρω αν δακρύζει. Δεν είναι αυτό στις λέξεις κλειδιά που μοιραζόμαστε. Όμως το νερό είναι σε αυτές.

Εξ άλλου λένε ότι δεν ταιριάζει στα αγόρια να κλαίνε…

Είμαι χαρούμενη που βρήκα έναν φίλο που μπορώ να μοιράζομαι τα δάκρυα μου έστω στις αγκαλιές του ονείρου

Αλλά και τις αγκαλιές της ζωής

«Όταν κλαις χωρίς λόγο, μόνο τότε έχεις καταλάβει το νόημα της ζωής» μου θυμίσε ότι είχε πει ο Σιοράν

Λουκία Ρικάκη Ιούνιος 2011