Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Να αναπνέεις με το μυαλό, να σκέπτεσαι με την καρδιά, να ζεις με τις αισθήσεις

Είμαι στη Σάμο Τέλος καλοκαιριού. Αποχαιρετισμοί του ήλιου της θάλασσας. Σήμερα το πρωί πριν φύγω για αυτό το υπέροχο μέρος έλαβα ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο για τον Νικήτα από τη Σεβαστή τη γυναίκα του.Αργότερα καθώς έδυε ο ήλιος, ένας Σέρβος συγγραφέας έκανε κουπί και χανόταν στο φως του Τον φωτογράφησα. Everyman σε αυτό το ταξίδι χάνεται στο φως του η φαίνεται πιο καλά με ένα άλλο δικό του φως Δεν ξέρω. I keep thinking of him swimming the bay that's all I just keep seeing him swimming the bay'.. Going on and on remembering still more..but why not remember? What another gallon of tears between family and friends?...There is no remaking reality just take it as it comes. Hold your ground and take it as it comes" λέει ο Philip Roth στο Everyman Να τι έγραφε η Σεβαστή.. Ήρθες στη ζωή μου στις 16 Νοεμβρίου 1973 λίγο μετά που βγήκες από την ΕΣΑ.Παλικάρι δυο μέτρα, ταλαιπωρημένο αλλά όχι ταπεινωμένο, έλαμπες στη μέση όλου του κόσμου και ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή, γιορτή που ξαναέζησα στη ζωή μου άπειρες φορές, γιατί όλα ήταν γιορτή μαζί σου, ήταν χαρά, ξεφάντωμα, ήταν δημιουργία. Δένδρο αειθαλές, ανθισμένο με χιλιάδες μπουμπούκια ιδέες, επιθυμίες, οράματα, αναζητήσεις.. Από την πρώτη στιγμή το μυστικό σου απλώθηκε και κατοίκησε στο διαμέρισμα της Σκουφά. Να αναπνέεις με το μυαλό, να σκέπτεσαι με την καρδιά, να ζεις με τις αισθήσεις σου.Να έχεις ρίζες βαθιές, να πατάς γερά στη γη και να πετάς ψηλά, πολύ ψηλά. Μου το τραγουδούσες σε όλες τις γλώσσες, με όλα τα χρώματα. Λίγο ακόμα να σηκωθούμε ψηλά, λίγο ψηλότερα, και το εννοούσες. Ψηλότερα έλεγες και από το αύριο, γιατί το αύριο δεν μας αρκεί για να ζήσουμε τη ζωή μας, μακριά έλεγες, μακριά να κοιτάμε όλο και πιο μακριά για να καταλάβουμε τον κόσμο. Κι έτσι αγαπηθήκαμε κι εμείς πέρα από τα όρια του σήμερα ή του αύριο, με τους δικούς μας όρους, τη δική μας αλήθεια. Δεν σου τσάκισα τα φτερά και δεν μου τσάκισες τα δικά μου. Δεν σου έκλεψα τη ζωή και δεν μου έκλεψες τη δικιά μου.Δεν ήθελα να σε κλειδώσω καλέ μου μόνο στο δικό μου όνειρο, δεν ήθελες να με δέσεις μόνο στη δική σου τροχιά. Να ζούμε θέλαμε και να αγαπιόμαστε. Και το κάναμε. Χιλιάδες φορές σε πλήγωσα και με πλήγωσες, χιλιάδες φορές είπαμε και οι δυο «εγώ και όχι εσύ», «γιατί εσύ κι όχι εγώ», χιλιάδες φορές βγάλαμε τα ακονισμένα μας μαχαίρια, τροχισμένα αδέξια από ένα βλέμμα, μια λέξη, μια απουσία, ένα παράπονο και χιμήξαμε με ορμή ο ένας στον άλλο, «θα σε κατασπαράξω για να με κατασπαράξεις» φωνάζαμε βουβοί στη κρυφή γλώσσα των ζευγαριών, αλλά η αγάπη περίσσευε πάντα και αυτή μας έδειξε το δρόμο, μάθαμε να μαζεύουμε τις ακίδες μας σιγά-σιγά, και να τις κάνουμε πλοκάμια βελούδινα να μας αγκαλιάζουν, να μας ενώνουν και να μην πονάμε ο ένας τον άλλον. Δεν σε πρόσβαλα και δεν με πρόσβαλες ποτέ. Δεν με πρόδωσες και δεν σε πρόδωσα ποτέ. Κι έτσι φτάσαμε 34 χρόνια μετά να μου λες στην ταράτσα της Ξανθίππου πριν 20 μέρες ένα βράδυ «είναι πηγή ζωής για μένα να συζητάω μαζί σου» και να μοιραζόμαστε το παγωμένο καρπούζι σαν να μοιραζόμαστε το πολύτιμο κόκκινο της καρδιάς. Εάν όλα αυτά δεν είναι ο θρίαμβος της αγάπης, τότε τι είναι; Ναι, καλέ μου εμείς το ζήσαμε το μεγαλείο της αγάπης και σε ευγνωμονώ για αυτό. Τότε στη Σκουφά τα πρωινά σε έλουζα και σε χτένιζα και σου διάβαζα τον Μικρό Πρίγκιπα, Και σε φώναζα Μικρέ μου Πρίγκιπα. Και μου’ λεγες εάν δεν μπορείς να πεις με λόγια αυτό που θέλεις ζωγράφισε το με ένα άνθος. Κι εγώ, σου χάρισα την Μυρσίνη.Και όταν σου έλεγα να προσέχεις καλέ μου ο χείμαρρος σου να μην πνίξει το βλαστάρι μας, μου έλεγες να σου το λέω ξανά και ξανά για να προσέχεις. Και μάζευες τη σκιά σου και άνθισε η Μυρσίνη και ντύθηκε ό,τι πιο δικό σου, ό,τι πιο δικό μου, ούτε δική σου, ούτε δική μου. Όλα τα άνθη της ψυχής μου για σένα.Όλα τα άνθη της ψυχής μου για σένα.Μικρέ μου Πρίγκιπα για πάντα. Σεβαστή Χρηστίδου – Λιοναράκη Παρασκευή ξημερώματα, δύο μέρες μετά που έφυγες...Της απαντησα οτι την ευχαριστω για αυτα τα πρωινα δάκρυα που καθάρισαν τωρα το βλέμμα μου και εκείνη μου ειπε 'Θέλω να βγω στην πλατεία του χωριού, στη μέση όλου του κόσμου και να θρηνώ ,σε ευχαριστώ που άκουσες το θρήνο μου με συγκίνησες κι εσύ με τη σειρά σου πολύ, σίγουρα σήμερα θα νιώθω λίγο καλύτερα ' Και είπα να βάλω το κείμενο της εδώ, σε αυτο το μπλόγκ που καποιοι του στείλαμε ευχές .Δεν είναι η πλατεία του χωριού είναι όμως και αυτη μία πλατεία για δάκρυα, τόσο ιδιωτικά δημόσια.Κeep thinking of him swimming the bay ,just keep seeing him swimming the bay

18 σχόλια:

ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ είπε...

Πόσο χαίρομαι που το διάβασα αυτό το πανέμορφο κείμενο!

Iωαννα Κολλινιατη είπε...

Ποσο τυχεροι αυτοί οι δύο ανθρωποι που συναντήθηκαν, που πορεύτηκαν μαζί και αποχωρίστηκαν τελικά, παρά το αιφνίδιο, τόσο υπέροχα

5 pink flowers είπε...

@ den masame ειδες αγαπητε μου δεν μασαμε,καποιοι δεν μασουν γιατι εχουν αγαπη στο σακκιδιο τους τοση που ξεχειλίζει.Αναπνέω κι εγώ καλά στο μπλόγκ σου άλλο αέρα ατίθασα γόνιμο ευχαριστω για την επίσκεψη

5 pink flowers είπε...

@ Σουρλουλούδι! κι εγω ετσι αισθανθηκα όταν έλαβα το κειμενο της Σεβαστης και οταν τους γνωρισα μαζι ετσι αισθανθηκα την επαφη με το σπάνιο

Ανώνυμος είπε...

απ το στενό κύκλο
των πολύ κοντινών
γιατί αγαπημένους μπορεί ναχουμε περισσότερους,
απ τους λίγους αυτούς πολύτιμους κι αγαπημένους,
χάθηκαν για μένα δυο,
πολύ κοντά ο ένας στον άλλο.
Δόξα τω Θεώ λέω που τα κατάφερε ο Γιάννης
κι εγώ βέβαια,που τη σκαπούλαρα το Μάιο,
γιατί άμα πεθάνεις...χέστα.
Ομως τώρα τρέμω για τους φίλους μου,
που απομένουν...
Ολο θα τους κανακεύω
μην τους πικράνω.
Ολο θα τους χαϊδεύω...
Α,και μην ξεχάσω
το play ball εμεις το λεγαμε
παρτούζα.
Το κερατό μου...

5 pink flowers είπε...

@ Αλεκο καλέ μου φίλε,εσυ πάντα αχαιδευεις τους φιλους σου καιεισαι πανατ εκει για αυτους ,για εμας ,με το δικο σου μοναδικο τροπο.Ναι θα φαμε ναι θα μαγειρεψουμε,ναι δεν θα ξεχνιομαστε
ναι ναι ναι

Ανώνυμος είπε...

Πόσοι πέρασαν από τον πλάνητη και δεν συνάντησαν κάποιον να κάνει την ζωή τους γιορτή .
Τωρα που τελείωσε η γιορτή ,ρωτάς τι απομένει ?
Η αγάπη!Που είναι ενέργεια και δεν χάνεται, απλα αλλάζει μορφή, πετάει και επιστρέφει πίσω στον δημιουργό και ξαναγίνεται ένα με το όλον .Αυτή είναι η αποστολή της .
Ευλογημένοι όσοι την συνάντησαν και την βιώσαν , αγνοώντας τις σειρήνες.
Δεν ξέρω πια κανέναν , που κάνει παιδιά για να τα χαρίσει στον αγαπημένο.
Τωρα πια ,κανουν παιδια για να τους χαρίσει η τράπεζα, εξη μήνες την δόση του στεγαστικού.
Δεν ξέρω κανέναν που να μένει πιστός στο αγαπημένο του τραντάφυλλο! Οι μικροί πρίγκηπες αντί για πριγκήπισσες να μοιραστούν , ψαχνουν για αλλοδαπες στα σκλαβοπάζαρα για να επιβληθούν.
Αν σου ξεφύγει στις μέρες μας το "σε αγαπώ " σε πυροβολούν !
Τυχερή γυναίκα , που όταν σταματήσεις να κλαις , θα έχεις να θυμάσαι αυτή την θεία αγάπη .Μεχρι να πεθάνω εύχομαι να την ζήσω και εγώ , να μην μείνω μόνο με την ανάμνηση όσων με έχουν στήσει στον τοίχο ...

Ανώνυμος είπε...

Γράµµα σ’ ένα αγέννητο παιδί…
…στο παιδί της Μυρσίνης και του Βαγγέλη, στο εγγόνι του Νικήτα Λιοναράκη που έφυγε χωρίς να γνωρίζει ότι την επόµενη του ταξιδιού του θα µάθαινε ότι θα γίνει παππούς
Αγαπηµένο µου παιδί, καµιά φορά το βάρος που σου δίνεται από διάφορες συνθήκες είναι δυσανάλογο της δύναµής σου και των άγουρων προσδοκιών σου. Πριν έρθεις στη ζωή αυτή, σου δόθηκε ένα δύσκολο φορτίο να κουβαλήσεις. Ούτε το ξέρεις καν, ούτε µπορείς να το φανταστείς ακόµα. Και είναι δύσκολο.
Δεν θα σου πω τίποτα για τον πατέρα σου και τη µητέρα σου διότι αυτούς θα τους ανακαλύψεις µόνος σου. Δεν θα χρειαστείς τη δική µου βοήθεια. Ούτε θα σου πω τίποτα για τη γιαγιά σου. Θα έχεις αρκετό χρόνο στο καρότσι, όταν θα σε πηγαίνει βόλτα, να ακούς ιστορίες και να τη γνωρίσεις καλά.
Θα πάω πιο πριν. Αρκετά χρόνια πριν. Σε µια εποχή που οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα είχαν ακόµα µεγάλη περηφάνια και πίστευαν πως το χρέος τους είναι ένα κοµµάτι του χρέους όλων των ανθρώπων. Και κάτι άλλο: πίστευαν ακόµα ότι επειδή γεννήθηκαν και µόνο άνθρωποι, αυτό δεν τους νοµιµοποιούσε ως Ανθρώπους. Αυτό σηµαίνει πολλά. Μπορεί να χωράει σε λίγες λέξεις, σε µια πρόταση µέσα, αλλά η σηµασία του είναι µεγάλη. Τόσο µεγάλη που µπορεί να στο πει κάποιος µόνο µέσα από την ίδια την ιστορία, µέσα από παραδείγµατα, µέσα από την τρυφερότητά του για σένα.
Ο προ – προ – παππούς σου έφυγε από τη ζωή αυτή µέσα σε ένα εµφύλιο πόλεµο που έγινε για την αλαζονεία κάποιων ανθρώπων. Ούτε το σώµα του βρέθηκε για να το κλάψουν τα παιδιά του. Ακούστηκε ότι τον βασάνισαν πολύ και µετά τον πέταξαν σε ένα µεγάλο ποτάµι. Μη µε ρωτήσεις ‘γιατί’. Δεν υπάρχει απάντηση, µα όταν µεγαλώσεις σίγουρα θα καταλάβεις. Μη µε ρωτήσεις από πια µεριά πολέµησε και σε τι θεό πίστευε. Δεν θα σου πω διότι δεν έχει σηµασία. Το χρώµα που είχε επιλέξει να φορέσει δεν λέει τίποτα. Πάρα πολλοί, µα πάρα πολλοί άνθρωποι στη χώρα µας, σε όλο τον κόσµο έκαναν το ίδιο πράγµα. Κάτι το πολύ απλό: ονειρεύτηκαν έναν καλύτερο κόσµο και αυτή ήταν η πιο µεγάλη αµαρτία τους. Έτσι έφυγε αυτός ο προ – προ – παππούς σου. Το όνοµά του ήταν Αντώνης.
Ο άλλος προ – προ – παππούς σου είχε το ίδιο όνειρο. Να φτιάξει έναν όµορφο κόσµο και µέσα σε αυτόν να ζούνε όλοι οι άνθρωποι αγαπηµένοι. Μη ξεχνάς ότι και οι δυό τους ήταν από την Κρήτη, από τα Χανιά. Εκεί οι άνθρωποι µαθαίνουν από µικροί πως να γίνονται παλικάρια και πως οι ανθρώπινες αξίες είναι πάνω απ’ όλα. Μόνο που αυτός ο προ – προ – παππούς σου είχε διαλέξει άλλο τρόπο για να πει τα όνειρά του: τα βιβλία. Μιλούσε για αριθµούς, για άλγεβρα και τέτοια πράγµατα, αλλά µέσα από την αρµονία των βιβλίων έβλεπε να ξυπνά η αρµονία και η αγάπη των ανθρώπων. Το όνοµά του ήταν Νικήτας.
Μετά ήταν ο προ – παππούς σου. Αυτός έφερε το βάρος των ανθρώπων που βρέθηκαν νέοι, σχεδόν παιδιά, µπροστά σε έναν µεγάλο, βρόµικο και άδικο πόλεµο.
22 χρονών πήρε τα όπλα και πήγε και πολέµησε στην Αλβανία. Εκεί που το χρέος του και η πατρίδα του τον καλούσε. Μόλις είχε τελειώσει τη Σχολή Ευελπίδων, νέος ανθυπολοχαγός. Δεν το έβαλε κάτω. Ήταν βλέπεις από την Κρήτη. Στην Κρήτη οι µανάδες, έστω και αν δεν το ξέρουν να το πουν µε ωραία λόγια, σε τέτοιες στιγµές ζητούν πάντα από τα παιδιά τους να κάνουν το χρέος τους στους ανθρώπους µε κάθε θυσία. Μετά, ή να γυρίσουν νικητές ή οι ίδιες να τους µοιρολογήσουν.
Ο προ – παππούς σου πολέµησε στα βουνά και γυρίζοντας πίσω στο σπίτι του δεν πρόλαβε να διπλοφιλήσει τη µάνα του και τον πατέρα του και οι ξένοι κατακτητές τον έβαλαν στη φυλακή. Μετά από έναν χρόνο βγήκε από κει και µαζί µε τέσσερις άλλους πήραν µια µικρή βάρκα και φύγαν µακριά. Δεν φοβήθηκαν, όχι. Το αντίθετο µάλιστα. Πήγαν στην Αφρική, εκεί που άλλοι πολλοί είχαν µαζευτεί για να πολεµήσουν τον ξένο κατακτητή. Στα ξένα εκεί πολέµησε σε µέρη µε παράξενα ονόµατα: Ελ Αλαµέϊν, Τοµπρούκ και άλλα πολλά που δεν τα θυµάµαι τώρα. Τις µέρες εκείνες στη βόρεια Αφρική θυµήθηκε τη µάνα του που του είχε πει: ή θα γυρίσεις νικητής ή σε νεκροσέντονο θα σε µοιρολογήσω. Και τότε, µαζί µε άλλους συντρόφους του, φτιάξαν ξανά, για τρίτη φορά στην Ελληνική ιστορία, τον Ιερό Λόχο. Να θυµάσαι µωρό µου, ο Ιερός Λόχος των Ελλήνων ήταν σαν την Ακρόπολη, σαν τις Θερµοπύλες και τον Μαραθώνα. Σαν την Αρχαία Ολυµπία και τα Άβδηρα. Ήταν σαν το Δήµο των Αθηναίων πολιτών. Ήταν η καρδιά της Ελλάδας, η καρδιά της δηµοκρατίας, η καρδιά της ελευθερίας και του χρέους που µας άφησαν οι προ – προ – παππούδες µας.
Χρόνια µετά, θυµάµαι, σαν παιδί που έβλεπα τα δεκάδες µετάλλια που είχε στο πέτο του από τον απάνθρωπο αυτόν πόλεµο, τον ρωτούσα: «Πατέρα, όλα αυτά είναι από τις µάχες»; Μου απαντούσε «Ναι, το κάθε ένα είναι και από µία διαφορετική µάχη στον πόλεµο». Συνέχιζα εγώ: «…και αυτό το χάλκινο, γιατί το έχεις ξεχωριστά»; Τότε, έπαιρνε ένα σοβαρό, σχεδόν βλοσυρό ύφος και µου απαντούσε: «µα αυτό είναι από τον Ιερό Λόχο». Όλα τα µετάλλια µαζί, και πίστεψέ µε ήταν πολλά, δεν ήταν ικανά να επισκιάσουν τη σεµνή, χάλκινη δάφνη µε το σπαθί πάνω της που έγραφε «Ιερός Λόχος». Αυτός ήταν ο προ – πάππους σου και το όνοµά του ήταν Εµµανουήλ.
Μετά ήρθε ο παππούς σου. Αχ αυτό το ταξίδι του. Ήταν µεγάλο, και το ξέρω, διότι το έζησα κι εγώ. Ξέρεις, οι κινέζοι έχουν ένα ρητό. Λένε: «σου δίνω ευχή και κατάρα να ζήσεις σε µια ενδιαφέρουσα εποχή». Ε, σε τέτοια εποχή έζησε ο παππούς σου. Και όχι µόνο αυτό. Την εποχή αυτή την έπλασε µε τα χέρια του. Χωρίς φόβο και µε ενθουσιασµό, την άρπαξε στα χέρια του και της έδωσε µορφή. Την έκανε δική του. Την πόνεσε, την αγάπησε, τη λάτρεψε και την ερωτεύθηκε. Ναι, ζεµατούσε αρκετές φορές, πονούσε άλλες τόσες, αλλά την κράτησε καλά και δεν την άφησε από τα χέρια του στιγµή, ούτε όταν ξεκινούσε το µεγάλο ταξίδι του. Ανάθεµά την! Αυτή η εποχή δεν ήταν µόνο ενδιαφέρουσα. Είχε µια µαγεία. Και ξέρεις που ήταν αυτή η µαγεία; Στα πάντα. Στις παιδικές φιλίες, στη µουσική, στον αέρα, στον έρωτα, στις καθηµερινές αντιθέσεις. Όσο δύσκολη και βαριά ήταν όταν τη ζούσες, τόσο γλυκιά και ανθρώπινη φάνταζε µετά.
Θυµάσαι όµως που είχαµε µείνει; Στα Χανιά και στην Κρήτη. Εκεί όπου οι µανάδες λένε στα παιδιά τους: «ή θα γυρίσεις νικητής ή σε νεκροσέντονο θα σε µοιρολογήσω». Ε, και τώρα κάτι τέτοιο έγινε. Βέβαια, όχι ακριβώς το ίδιο, διότι η κάθε ιστορία έχεις άλλους πρωταγωνιστές. Στην ιστορία αυτή η µάνα αλλάζει και γίνεται πατρίδα, φίλοι, σύντροφοι, αδέρφια και ξαδέρφια. Οι ξένοι κατακτητές αλλάζουν και γίνονται ντόπιοι. Έχουν την ίδια µιλιά µε µας. Έχουν το ίδιο σφίξιµο στο πρόσωπο και ίδιο χρώµα στο πετσί. Έχουνε όµως µια τεράστια διαφορά µε µας: εµείς µάθαµε να αγαπάµε, µάθαµε να ερωτευόµαστε, µάθαµε να αγγίζουµε τρυφερά τη ζωή. Μάθαµε ότι για να µπορέσεις να αγαπήσεις κάτι θα πρέπει πρώτα να το σεβαστείς. Έτσι µεγαλώσαµε και για αυτό το λόγο µας φοβήθηκαν. Μάθαµε να τραγουδάµε τραγούδια του έρωτα και του πόνου, ενώ αυτοί τραγουδούσαν στρατιωτικά εµβατήρια. Μάθαµε να διαβάζουµε ταξιδιάρικα βιβλία µε ποιήµατα, ενώ αυτοί διάβαζαν βιβλία για το πώς να φτιάχνουν όπλα του µίσους και της καταστροφής. Εµείς µάθαµε να κρίνουµε τους ανθρώπους από τις πράξεις τους, ενώ αυτοί µας έκριναν για τις σκέψεις µας. Μάθαµε να αναζητάµε το φως του ήλιου και του γιασεµιού, ενώ αυτοί ήθελαν να κλείνουν κάθε φωτεινή χαραµάδα της ζωής µας. Εµείς µάθαµε ότι η βία και ο πόλεµος κάνουν ολοκληρωτικό κακό στα παιδιά, σε γυναίκες και άνδρες, σε όλα τα ζώα του πλανήτη, ενώ αυτοί ήθελαν να δοκιµάσουν τις φυσικές αντοχές όλων των ανθρώπων. Σε έναν τέτοιο κόσµο γεννήθηκε και µεγάλωσε ο Νικήτας, ο παππούς σου.
Ίσως είναι δύσκολο να το καταλάβεις τώρα, αλλά ο παππούς σου ήταν κάποτε παιδί κι αυτός. Γεννήθηκε λίγο καιρό µετά το µεγάλο πόλεµο σε µια εποχή γκρίζα, µουντή µε πολύ καταχνιά. Οι γονείς µας δεν ήταν πλούσιοι, αλλά µας προσέφεραν µια ζωή που τα είχε όλα. Πάνω απ’ όλα όµως µας προσέφεραν αγάπη, ασφάλεια και ζεστασιά. Εγώ ήρθα λίγα χρόνια αργότερα στη ζωή. Αλλά για µένα είχε φροντίσει πολλά ο παππούς σου. Την ηµέρα που ήρθα για πρώτη φορά στο σπίτι είχε ετοιµάσει µε προσοχή και πολύ αγάπη το µικρό µου κρεβάτι. Με περίµενε µε αγωνία στην πόρτα και έλεγε σε όλους ότι το µικρό του αδερφάκι που µόλις γεννήθηκε έρχεται σπίτι. Α! ναι, ξέχασα να σου πω ότι είχε µαζέψει λουλούδια από τον κήπο για να τα βάλει δίπλα µου στο κρεβάτι µου. Έτσι µε καλωσόρισε. Με µια µεγάλη αγκαλιά.
Έτσι όµως µεγαλώσαµε, ή ίσως πιο σωστά, έτσι µε µεγάλωσε. Με µια µεγάλη αγκαλιά. Βέβαια µη νοµίσεις ότι δεν µαλώναµε. Αρκετές φορές τον έκανα εχθρό µου, όταν µάλιστα συνειδητοποιούσα ότι µου έτρωγε τα κεφτεδάκια ή µου έδινε δυό δραχµές για να του τα δώσω. Άλλο που δεν ήθελα βέβαια. Με δυό δραχµές θα αγόραζα είκοσι καραµέλες. Άλλες φορές παίζαµε µαξιλαροπόλεµο για ώρες. Η µάνα µας ωρυόταν και µας µάλωνε, αλλά που εµείς…
Είχε πάντα πρωτοποριακές και ενδιαφέρουσες ιδέες. Μικρός, θυµάµαι, µάζευε λουλούδια από το κήπο για να φτιάξει αρώµατα. Τα έστυβε, τα έβαζε σε µπουκαλάκια και τα έδινε στα θηλυκά της γειτονιάς, σε κυρίες µεγάλες και µικρές. Δεν έκανε διακρίσεις. Άλλες φορές πάλι µερικοί τροµάζαµε µε τις ιδέες του. Θυµάµαι, κάποια φορά που τον αναζητούσε η µυστική ασφάλεια και κρυβόταν σε ένα σπίτι έξω από την Αθήνα, µάζευε κάποια µικρά τσιγγανάκια της περιοχής και τους έφτιαχνε φαγητό. Έτσι, χωρίς να τα ξέρει καθόταν µαζί τους και τους µιλούσε. Πράγµατι, κάποιες φορές ήταν απρόβλεπτος. Ήταν πολύ πιο ικανός από κάθε άλλον να κάνει υπερβάσεις και να µας εκπλήσσει. Με µια µεγάλη αγκαλιά.
Μπορεί να µε ρωτήσεις αν τον ζήλευα. Μα και βέβαια τον ζήλευα, πάρα πολλές φορές. Εκτός από το ότι µου έτρωγε τις σοκολάτες, είχε το σπάνιο χάρισµα να βλέπει µπροστά και να υπολογίζει ανθρώπινες αξίες που για τους άλλους ήταν αδιανόητο. Δεν είναι εύκολο, ούτε συνηθισµένο αυτό.
Στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας ο παππούς σου από παιδί έγινε άντρας. Πολύ γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα από άλλους. Όταν ήρθε η µυστική αστυνοµία – η ασφάλεια – να τον συλλάβει από το σπίτι ήταν νωρίς το πρωί. Εγώ ετοιµαζόµουνα για το σχολείο και είδα ξαφνικά, για όση ώρα έδενε τα παπούτσια του, το θλιµµένο του ύφος. Δεν ήξερε κανείς µας πότε θα συναντηθούµε ξανά. Θα ήταν µέρες, µήνες ή χρόνια; Τότε ήταν 22 χρονών. Πολύ αργότερα θα µάθαινα ότι από τη µυστική αστυνοµία θα πήγαινε στη φυλακή υπόδικος και εκεί θα έµενε πολλούς µήνες, µαζί µε τον Μιχάλη, τον Παναγιώτη και την Αγγέλα. Ρωτάς γιατί; Διότι µαζί µε φίλους και συντρόφους ζήτησε µια ζωή δίκαιη, ελεύθερη όπου οι ίδιοι οι άνθρωποι να µπορούν να ορίζουν τη µοίρα τους. Ξέρεις, η φυλακή τότε δεν ήταν όπως είναι σήµερα. Ήταν γεµάτη µε ανθρώπους πνευµατικούς, µε ανθρώπους καλλιτέχνες, µε ανθρώπους παλικάρια. Υπήρχαν καθηγητές πανεπιστηµιακοί, γιατροί, φοιτητές, δικηγόροι και άνθρωποι σαν τους δικούς µας φίλους. Σαν τους δικού σου φίλους. Αυτοί ήταν οι πολιτικοί κρατούµενοι. Τότε η φυλακή ήταν ένα πραγµατικό σχολειό. Οι άλλοι, που ήταν στη φυλακή για άλλους λόγους, έδειχναν ένα σεβασµό µεγάλο στους πολιτικούς κρατουµένους. Είχαν ένα δέος και µια τεράστια εκτίµηση σε αυτούς. Αυτό είχε κάνει εντύπωση µεγάλη στον παππού σου. Όταν οι πολιτικοί κρατούµενοι έβγαιναν έξω στο προαύλιο για βόλτα, οι άλλοι έκαναν µια σειρά και νοερά, έδειχναν το σεβασµό τους, ενώ τους άφηναν να περνάνε πρώτοι.
Άκου όµως και ένα αστείο. Θα σου έχουν πει βέβαια ότι του παππού σου του άρεσε το καλό φαγητό, αλλά και το πολύ φαγητό. Όταν λοιπόν στη φυλακή µια φορά χρειάστηκε να κάνουν απεργία πείνας, ο παππούς σου αναρωτήθηκε: «βρε παιδιά, καµία αντίρρηση, να κάνουµε ό,τι θέλετε, αλλά γιατί απεργία πείνας; Κάτι άλλο δεν µπορούµε»; Έπρεπε λοιπόν και αυτός να το κάνει. Την προηγουµένη όµως η µητέρα µας του είχε φτιάξει ένα ταψί γαλατοµπούρεκο. «Έτσι είστε; καλά». Έφαγε όλο το ταψί µε το γαλατοµπούρεκο µαζί µε το σύντροφό του στο κελί (καλά, εγώ υποψιάζοµαι ότι το έφαγε όλο αυτός) και είπε µε το στοµάχι τούµπανο: «τώρα µάλιστα, κάνω απεργία πείνας για όσο καιρό θέλετε».
Η περίοδος αυτή δεν ήταν όµως τόσο αστεία και αθώα. Μετά από χρόνια όταν τα σκεφτόµαστε και γελάµε προσπαθούµε να αναθεµατίσουµε το κακό και το τραγικό και να δούµε µε µια καλή διάθεση την εποχή αυτή. Αλλά η εποχή αυτή µας είχε σηµαδέψει. Μη ξεχνάς ότι ο παππούς σου ήταν µόλις 22 – 23 χρονών.
Μετά τη φυλακή ήρθε η αποµόνωση. Αυτή ήταν πραγµατικά δύσκολη. Εδώ δεν είχε γέλια και αστεία. Θα έχεις ακούσει από την µητέρα σου για το ΕΑΤ/ΕΣΑ και για το ΚΕΣΑ/ΕΣΑ. Αργότερα λοιπόν, µετά από κάποιους µήνες, ενώ είχε συλληφθεί για τρίτη φορά από τη µυστική ασφάλεια, τον έστειλαν στην Ελληνική στρατιωτική αστυνοµία. Δεν θα σου πω λεπτοµέρειες διότι θα τις διαβάσεις από βιβλία και εφηµερίδες της εποχής. Στην απόλυτη αποµόνωση ο παππούς σου έµεινε για πολλούς µήνες. Δεν ήξερε αν είναι µέρα ή νύχτα και δεν µπορούσε να µετρήσει το χρόνο. Δίπλα του µαρτύρησε και λίγο αργότερα πέθανε από τα βασανιστήρια ο Σπύρος Μουστακλής. Ήταν και αυτός ένα πραγµατικό παλικάρι. Σαν τον παππού σου. Αυτό το διάστηµα τον διέλυσαν. Το κορµί του έγινε παιχνίδι για τους δεσµοφύλακες και παίζανε µε αυτό κάθε µέρα. Τότε ήταν που έχασε σε λίγες βδοµάδες 25 κιλά. Του σακάτεψαν το κεφάλι και το σώµα. Τα χέρια του για καιρό ήταν αδύνατον να κρατήσουν το πιρούνι για να φάει. Άλλοι τον τάιζαν. Οι δικοί του γονείς κατάφεραν να τον δουν µια και µοναδική φορά σε ειδικό επισκεπτήριο. Ξέρεις, εκείνες τις µέρες δεν ήξερες αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις. Η ζωή σου κρεµόταν από µια µικρή κλωστή. Είτε οι εικονικές εκτελέσεις, είτε τα βασανιστήρια µπορούσαν κάθε στιγµή να σου τερµατίσουν τη ζωή. Παρακάτω σου έχω ένα γράµµα του, ακριβώς όπως το έγραψε σε µένα. Όταν βγήκε από την αποµόνωση πήγε στο νοσοκοµείο. Από κει το γράφει.
Τώναρε γειά σου, Δεν µπορώ να γράφω πολύ και θα σου πει τα πιο πολλά η µαµά. Με είχαν για τον Ρήγα Φεραίο, έφαγα ξύλο για τον Παντελάκη, Μίνη και Καράγιωργα. Δεν παραδέχτηκα τίποτα και για αυτό έτρωγα ξύλο 30 µέρες. Με είχαν 4 µερόνυχτα όρθιο. Βρίζαν εσένα πολύ. Μου είπαν στην αρχή για τον ΡΦ και µετά για µια ΜΟΔΝΕ ή κάτι τέτοιο πώς είσαι. Πες στην Πάκυ πως µε ρωτάγαν για αυτή. Φυσικά είπα πώς είµαστε µόνο φίλοι και ποτέ δεν µίλησα για αυτά που έκανε ή πίστευε. Φιλιά σε όλους. Το γράµµα σου υπέροχο, µου έδωσε πολύ κουράγιο. Αύριο πάω στο νευρολογικό τµήµα του νοσοκοµείου. Να δω, θα µου βάλουν ζουρλοµανδύα. Πες στην Αγγελού το τελευταίο ξύλο το έφαγα µε γκλόπ στο κεφάλι για να µπλέξω αυτή και τον Αγιοστρατίτη. Να πω δηλαδή ότι α) η Αγγέλα και ο Γιώργος ήρθαν στις 15/2 και πήραν την τσάντα µε τα σχέδια κατάληψης της Νοµικής β) η Αγγέλα ήταν ο σύνδεσµος Μίνη (!!) Λάζου για το φευγιό του Ρούσου και Αγγέλας. Έφαγα ξύλο µε γλόπ, µαστίγιο, σιδερένια βέργα και καράτε. Με αγάπη Νικήτας
Ο παππούς σου όχι µόνο τα άντεξε όλα αυτά όρθιος, αλλά έδειξε µια ανθρωπιά και αξιοπρέπεια που άλλη δεν έχει υπάρξει. Όταν µετά από µερικά χρόνια οι άνθρωποι αυτοί µε την καταχνιά στα µάτια έδωσαν λόγο στα στρατοδικεία, ο παππούς σου ήταν εκεί. Έτοιµος να καταθέσει και να καταγγείλει αυτά που οι άνθρωποι µε την καταχνιά στα µάτια είχαν κάνει. Δεν ήθελε να καταγγείλει µόνο τους βασανιστές, αλλά τους µηχανισµούς του συστήµατος που δηµιουργούν τέτοιους ανθρώπους. Και εκεί όµως ήταν µια µεγάλη αγκαλιά. Οι βασανιστές ήταν οι κατηγορούµενοι τώρα και όλοι εµείς οι κατήγοροι. Περιµέναµε στην κεντρική αίθουσα του στρατοδικείου να αρχίσει η δίκη τους. Ήµασταν οι δυό µας και µιλούσαµε µε ένα άλλο παλικάρι. Θα τον διαβάσεις κι αυτόν σύντοµα στα βιβλία της ιστορίας. Τον έλεγαν Αλέκο Παναγούλη. Ανάθεµα, έφυγε κι αυτός νωρίς. Ξαφνικά, εκεί που µιλούσαµε οι τρεις µας ήρθε µια µάνα µε το γιο της. Έκλεγε και αυτή κι αυτός. Έπιασε τα χέρια του παππού σου και άρχισε να τα φιλά και να ζητά άπειρες φορές συγνώµη. Ζητούσε έλεος. Δεν καταλάβαµε στην αρχή τι ήθελε κι ο παππούς σου τη ρώτησε. Αυτή έκλεγε για το γιο της και ζητούσε από τον Νικήτα, από όλους µας, να πει ότι ο γιος της δεν τον πείραξε, δεν τον βασάνισε. Στην πραγµατικότητα ήταν ένας από αυτούς που γράφει στο γράµµα του «έφαγα ξύλο µε γλόπ, µαστίγιο, σιδερένια βέργα και καράτε».
Αχ παιδί µου… η αγκαλιά του ήταν µεγάλη. Χωρούσε όλους τους ανθρώπους. Όλους. Ακόµα και τη µάνα αυτή µε το γιο της το βασανιστή. Καλά το κατάλαβες. Όταν ήρθε η ώρα και στάθηκε µπροστά στους στρατοδίκες, άνοιξε την αγκαλιά του πάλι και είπε: «όχι, αυτός δεν µε πείραξε, δεν µε βασάνισε». Ξέραµε όλοι όµως ότι τα σηµάδια στο κορµί του και τη ψυχή του ήταν δικά του, από αυτόν.
Έτσι µεγάλωσε ο παππούς σου και αντρώθηκε. Από τη µια είχε το πείσµα και το πνεύµα της Κρήτης και από την άλλη, µια µεγάλη ανθρώπινη αγκαλιά.
Νοµίζω ότι σιγά -σιγά αρχίζεις και καταλαβαίνεις τον παππού σου. Έτσι δεν είναι; Μπορείς και καταλαβαίνεις γιατί ανέδειξε την κοινωνία των πολιτών. Μπορείς να δεις πλέον γιατί µιλούσε για τις οργανώσεις που δεν ανήκουν στο κράτος και σε κάποιον ιδιώτη. Πάντα σκεφτόταν το κοινό καλό, το ανθρώπινο και όχι το ατοµικό. Ό,τι έκανε, ό,τι πίστευε και για ό,τι αγωνίστηκε υπήρχε πάντα το «εµείς» και όχι το «εγώ». Και µάλιστα το «εµείς» µε ανθρώπινο πρόσωπο, πολύ τρυφερότητα και µια µεγάλη αγκαλιά.
Για τον παππού σου οι λέξεις δηµοκρατία, σοσιαλισµός, ελευθερία, ενεργός πολίτης, κοινωνία των πολιτών, τσαχπινιά, µη – κυβερνητικές οργανώσεις, έρωτας, πάθος, διαίσθηση, δραστηριότητα, σεβασµός, αγάπη, παιδιά, ηλικιωµένοι, λιγότερο κράτος, µεγαλύτερη εµπλοκή, αυτοδιαχείριση, ήταν όλες ίδιες. Όλες αυτές οι λέξεις µε ένα µαγικό τρόπο επικοινωνούν, ενεργοποιούνται, γίνονται ένα αστέρι και µε τον ίδιο µαγικό τρόπο ξαναγυρνάνε σε όλους εµάς. Νιώθω ότι µας τις στέλνει ο ίδιος, όπου και αν βρίσκεται τώρα, για να τις πάρουµε, να κρατήσουµε αυτό το αστέρι και να το κάνουµε ακόµα µεγαλύτερο. Να το προχωρήσουµε και να το περάσουµε στα δικά µας παιδιά, στα δικά µας εγγόνια, στους φίλους µας, στους συνεργάτες µας, στους γείτονές µας, στους γνωστούς µας.
Αγαπηµένο µου παιδί, όταν ο παππούς σου έβγαλε ένα φυλλάδιο για τις δηµοτικές εκλογές του Χολαργού στη δεκαετία 1980, τέλειωνε µε το εξής: «Προσωπικά αυτό που ξεχωρίζω σαν προσωπική συµβολή στα πράγµατα του Χολαργού, είναι η συµµετοχή µου στη δηµιουργία του Αυτοδιαχειριζόµενου Παιδότοπου Χολαργού. Ένα από τα ελάχιστα πειράµατα αυτοδιαχείρισης στην Ελλάδα που πέτυχαν».
Αυτός ήταν ο παππούς σου, ο Νικήτας Λιοναράκης. Ο αδελφός του Αντώνης

zero είπε...

Ελα ρε!
Καταπληκτικο ποστ.
Δεν παιζω.

(ζηλευωω...)

5 pink flowers είπε...

δημιουργική ζήλεια ελπίζω! είσαι απλα πολυ καλος και θετικος και τακτικος και γενναιόδωρος επισκέπτης ευχαριστώ!

karina rubinstein είπε...

Τι εκπληκτικο κειμενο.Της Σεβαστης.
Αφωνη μενω μπροστα στο γραμμα. Του αδελφου.
Θλιψη. Αναπαντητες ερωτησεις.
Γιατι. Τοσο νωρις.
Αλλος ενας συνανθρωπος. Τοσο νωρις.

5 pink flowers είπε...

να μην αναβαλουμε καλη μου να μην αναβαλουμε μονο αυτο και να ζουμε καθε στιγμη να της πινουμε τους χυμους ολους..λαιμαργα και απολαυστικα..και ο Νικητας αγαπουσε πολυ τη ζωη και ηταν επιμονα παρων σε ολες τις εφρασεις της πολλες απο αυτες τις δημιουργουσε εκεινος

Ανώνυμος είπε...

Eίχα διαβασει για τον Ν. Λιοναράκη μόνο το κείμενο της γυναίκας του. Τώρα τα διάβασα όλα. Λυπάμαι που δεν τον γνώρισα. Ο αδερφός του πολύ τρυφερός μαζί του και περήφανος που τον είχε αδελφό. Αποπνέουν έντονα (και οι δύο)το άρωμα της Κρήτης.

zero είπε...

τιποτις...
απλα φλερταρω στο ιντερνετ.
χαχαχα

5 pink flowers είπε...

ευπροσδεκτο το φλερτ σας παρακαλω οποτε θετε

ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ είπε...

ΥΓ. Και με καθυστέρηση μικρή προσέθεσα και σύνδεσμο στο μπλογκ μου. Να βρίσκει το μπλογκ σου κόσμος, και εγώ μαζί, και να βρίσκει και τη "παρέα" των άλλων παιδιών, που αποπνέουν άλλη ενέργεια, και μία ελπίδα. Είναι γλυκά και ανθρώπινα εδώ. Χαίρετε, και γεια και σε όλους.

5 pink flowers είπε...

σε ευχαριστω καλε επισκεπτη που μας υπενθυμιζεις να μην μασαμε και να μην ξεχναμε τα ωραια, εμεις σας εχουμε ηδη συνδεσει καθως σας αγαπησαμε απο τη πρωτη στιγμη ηδη με την τολμη του τιτλου σας

Roadartist είπε...

καλημέρα..αυτήν την φώτο με το παιδί που κάνει κανό την βρίκα μαγευτική! Μου θυμίζει καλοκαίρια γεμάτα γαλήνη!....